- προδιυλίζω
- προ-δι-υλίζω, vorher durchseihen, durchschlagen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιϋλίζω — Α διϋλίζω, διηθώ κάτι προηγουμένως («δεῑ μέν τοι προδιϋλίζειν πᾱσαν ῥητίνην τήκοντας», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διϋλίζω «σουρώνω, στραγγίζω»] … Dictionary of Greek
προδιυλίζειν — προδιυλίζω strain beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϋλίζω — Α (δ. γρφ.) διηθώ κάτι προηγουμένως, προδιϋλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑλίζω «στραγγίζω, διυλίζω»] … Dictionary of Greek